Αγενής Άμιλλα: Δολοπλοκίες και ίντριγκες στο χώρο μας.

assisant-pitfalls.jpg

Ο κάθε εργασιακός χώρος, ασχέτως αντικειμένου, έχει τα θετικά και τα αρνητικά του. Ένα από τα βασικά αρνητικά είναι τα δράματα και ο «κακός» ανταγωνισμός που δημιουργείται και έχει ως αποτέλεσμα ένα όχι και τόσο καλό κλίμα ειδικά στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ συναδέλφων.

Τί εννοούμε «κακός» ανταγωνισμός; Είναι γνωστό ότι στο χώρο μας υπάρχουν πάρα πάρα πολλοί μουσικοί, σε όλες τις ιδιότητες, όλες τις θέσεις και όλα τα επίπεδα. Εκτός της τέχνης, η δουλειά μας φυσικά είναι και θέμα επιβίωσης, και όλοι προσπαθούμε να κάνουμε όσα το δυνατόν περισσότερα και όσο το δυνατόν καλύτερα. Αυτό όμως θα έπρεπε (ιδανικά) να γίνεται με τρόπο που να ωφελεί εμάς τους ίδιους πρωτίστως, τόσο στο να γίνουμε καλύτεροι, όσο και στο να δουλέψουμε καλύτερα με τους άλλους. Γιατί ο χώρος όσο μεγάλος κι αν φαντάζει, είναι αρκετά μικρός και οι περισσότεροι γνωριζόμαστε.

Είναι λοιπόν κρίμα η προσπάθεια που κάνει κάποιος να αναρριχηθεί στο χώρο να βασίζεται στη συνεχή απόπειρα μείωσης ή υπονόμευσης της δουλειάς των αντίστοιχων συναδέλφων. Είναι μια καθημερινή κατάσταση, που τη βλέπουμε και την ακούμε. Κακόβουλα σχόλια (πολλές φορές χωρίς βάση και με κίνητρο τη ζήλια επειδή ο άλλος έκανε κάτι καλύτερο από μας ή κατάφερε να κάνει κάτι που εμείς δεν το καταφέραμε, λόγω καλύτερου επιπέδου, γνωριμιών, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό), κακολόγηση σε άλλους συναδέλφους της δουλειάς των εν λόγω «καλύτερων» (σε θέση, σε επίπεδο, σε διάφορα πλαίσια) συναδέλφων κλπ.

Αυτή είναι η πραγματικότητα του χώρου μας (και των περισσότερων άλλων). Είναι γνωστό ότι όταν κάποιος αρχίζει να ξεχωρίζει για τον οποιοδήποτε λόγο, αυτό ενοχλεί. Και ενοχλεί κυρίως εκείνους οι οποίοι δεν τα έχουν καλά με τον εαυτό τους, αισθάνονται κατώτεροι ή αδικημένοι (υπάρχουν φυσικά και αυτά) ή ανήμποροι να κάνουν το ίδιο και να φτάσουν σε υψηλότερο επίπεδο. Όμως εδώ έρχεται ο παράγοντας αυτογνωσία (ή η έλλειψη αυτής): αντί να αναγνωρίσουμε το ότι ο άλλος ΙΣΩΣ είναι καλύτερος, ή σίγουρα καλύτερος (σε πολλές περιπτώσεις), και να ασχοληθούμε με το τί θα μπορούσαμε εμείς να βελτιώσουμε στην τέχνη μας ώστε να ανέβουμε επίπεδο, προτιμάμε την «εύκολη» οδό: να προσπαθήσουμε να μειώσουμε την «απόσταση» με το να μειώσουμε τη δουλειά του άλλου, να τη σαμποτάρουμε πίσω από την πλάτη του.

Αγενής άμιλλα.

Και με όχι τόσο καλά αποτελέσματα τις περισσότερες φορές, γιατί η αλήθεια πάντα φαίνεται στο τέλος, και ο μόνος στον οποίο γίνεται κακό είναι εκείνος που προσπαθεί να κάνει το κακό. Όλα γυρίζουν κάποια στιγμή. Αποδεδειγμένα.

Γι’αυτό καλό θα ήταν να προσπαθήσουμε να μάθουμε από τους καλύτερους από μας, να φιλτράρουμε πληροφορίες, και να ασχοληθούμε με την καλυτέρευση του εαυτού μας και της δουλειάς μας, ώστε να έρθει και η δική μας αναγνώριση μέσα από τους προσωπικούς μας κόπους και τον επαγγελματισμό μας, και όχι μέσα από ίντριγκες και πισώπλατα. Γιατί αν έρθει από το δεύτερο (που δυστυχώς μερικές φορές έρχεται), και πάλι δε θα τα έχουμε καλά με τον εαυτό μας γιατί το γεγονός ότι απλά πετύχαμε να μειώσουμε κάτι δε μας γεμίζει, γιατί ξέρουμε ότι και πάλι δεν είμαστε αυτό που θα θέλαμε να είμαστε.

Ικανοποίηση και επιτυχία μέσα από τη συνεχή δουλειά.

ΜΤ

«Τρακ»: Τί είναι και πώς αντιμετωπίζεται.

recital_piano2

 

Ένα «πρόβλημα» (σχετικός ο όρος φυσικά) των περισσότερων μαθητών μουσικής είναι το «τρακ», ή αλλιώς το άγχος της σκηνής. Αυτή η φοβία των μαθητών είναι φυσιολογική ως ένα σημείο, γιατί είναι λογικό όταν κάποιος δεν έχει την εμπειρία της σκηνής να έχει και το σχετικό άγχος όταν έρθει η ώρα να βγει να παίξει σε κόσμο. Όμως, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν το μαθητή, και, αν και πολλά μπορούν να γίνουν ώστε να τεθεί υπό σχετικό έλεγχο, δε γίνεται πάντοτε η προεργασία (και η εργασία) ώστε να καταπολεμηθεί.

Ένας από τους κύριους λόγους του τρακ είναι η ανασφάλεια του μαθητή σχετικά με το πόσο καλά ξέρει το έργο και είναι έτοιμος να βγει να το παρουσιάσει. Αυτό είναι κάτι το οποίο έχει να κάνει φυσικά με την προετοιμασία του μαθητή, τη μελέτη, αλλά και με το να κάνουμε το μαθητή να καταλάβει ότι δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου αν γίνει και κάποιο λάθος. Άνθρωποι είμαστε, λάθη μπορεί να γίνουν (εδώ κάνουν λάθη ακόμη και μεγάλοι σολίστες), το βασικό είναι να γίνεται το βήμα και να βγαίνει ο μαθητής να δοκιμάζει τις δυνάμεις του αφ’ενός, αφ’ετέρου να συνηθίζει την επαφή με τη σκηνή και το κοινό.

Σ’αυτό το τελευταίο, πάρα πολλοί δάσκαλοι είναι υπαίτιοι της απειρίας των μαθητών όσον αφορά τις συναυλίες: όντας μερικές φορές υπερπροστατευτικοί, άλλες φορές μη θέλοντας να βγει μαθητής τους που «δε θα παίξει καλά» (ΣΧΕΤΙΚΟ πάλι αυτό, διαστρεβλωμένη άποψη σε κάποιες περιπτώσεις κατά τη γνώμη μου), πολλές φορές αντιμετωπίζουν το μαθητή λέγοντάς του «εντάξει δεν πειράζει, παίζεις άλλη φορά, άστο δεν είμαστε έτοιμοι» κλπ. Μεγάλο λάθος. Γιατί δε βγαίνει ο μαθητής μια, δυο, πέντε, δέκα, και στο τέλος έχει υπερβολικό άγχος τόσο στις εξετάσεις, όσο και στην παρουσίαση πτυχίου/διπλώματος, που εκεί αναγκαστικά πρέπει να παίξει σε κόσμο και δεν το έχει κάνει σχεδόν ποτέ.

Ο δάσκαλος λοιπόν οφείλει να προετοιμάσει το μαθητή και να επιμείνει στο ότι πρέπει υποχρεωτικά να βγαίνει να παίζει στις συναυλίες του ωδείου, ή σε οποιεσδήποτε άλλες υπάρχει ευκαιρία, ακόμη και έργα εύκολα, ώστε να μαθαίνει να αντιμετωπίζει το κοινό. Μια καλή εναλλακτική θα ήταν επίσης αυτό που έκανε ο Δάσκαλος (Γιώργος Μάνεσης): Οργάνωνε στο σπίτι του Σαββατιάτικα απογευματινά, όπου μαζευόμασταν οι μαθητές του (παλιοί, καινούριοι κλπ) και παίζαμε διάφορα έργα, και συζητούσαμε. Έτσι δινόταν η ευκαιρία σε τελειόφοιτους να παίζουν αρκετές φορές τα έργα του διπλώματός τους ακόμη και σε πιο αρχικά στάδια (έστω μέρη έργων), ώστε να συνηθίζουν και να βάζουν στόχο συγκεκριμένες μέρες που θα τα παρουσίαζαν. Αυτό βοήθησε ΠΑΡΑ πολύ στην καταπολέμηση του άγχους της σκηνής.

Πρέπει επίσης ο δάσκαλος να βοηθήσει το μαθητή να κατανοήσει ότι το κοινό δεν είναι εχθρός του (ας το παραδεχτούμε, στις περισσότερες συναυλίες των ωδείων άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος του κοινού είναι συγγενείς, φίλοι, κλπ που έχουν έρθει να ακούσουν τους δικούς τους ανθρώπους). Δεν είναι θέμα ζωής και θανάτου, είναι απλά ένα είδος «μαθήματος», στο οποίο προσπαθούμε να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε, και να δούμε τί δε λειτούργησε, και για ποιό λόγο. Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι πολλές φορές, πράγματα τα οποία φοβόμαστε (τεχνικά, μουσικά) βγαίνουν μια χαρά στη συναυλία, και πράγματα στα οποία δεν έχουμε κάνει ποτέ λάθος μπορεί να μην πάνε όπως «πάντα». Παίζει ρόλο η διάθεση, παίζει ρόλο η συγκέντρωση, η γνώση του έργου, σαφώς. Όμως όσο περισσότερη εμπειρία αποκτά ένας μαθητής στο να παίζει μπροστά σε κόσμο, τόσο καλύτερο θα γίνει το παίξιμο, και θα μπορεί να ανταπεξέλθει και στις πιο δύσκολες μεταγενέστερες καταστάσεις (μεγαλύτερα και απαιτητικότερα έργα, εξετάσεις, πτυχιακές/διπλωματικές).

Εν κατακλείδι: το τρακ δεν είναι κάτι το οποίο απλά εξαφανίζεται. Θέλει δουλειά, θέλει επιμονή και θέλει τόλμη. Και πρέπει οι δάσκαλοι να παροτρύνουν τα παιδιά να βγαίνουν να παίζουν, γιατί κι αυτό μέρος της διαδικασίας εκμάθησης είναι, και όχι να τα φοβίζουν ή να φοβούνται οι ίδιοι τους υπόλοιπους συναδέλφους ή τον πιθανό σχολιασμό. Ας βοηθήσουμε τα παιδιά μας.

ΜΤ

«Ειδήμων» δάσκαλος και μουσική: Ένα από τα προβλήματα της εκπαίδευσης.

17795786_10155183359821528_6307087658266883246_n

Κατόπιν του προηγούμενου άρθρου σχετικά με το πώς μπορεί να λειτουργήσει ένας γονιός ως τροχοπέδη στην εξέλιξη του παιδιού του όσον αφορά τη μουσική (κι όχι μόνο), ένα ακόμη σοβαρότερο θέμα είναι το πώς λειτουργεί στην εξέλιξη του παιδιού ο δάσκαλος της μουσικής. Εκεί έχουμε διάφορα προβλήματα, τα οποία φυσικά πάντα έχουν κόστος που το επωμίζεται το ίδιο το παιδί (πάλι).

Οι εποχές έχουν αλλάξει κατά πολύ όσον αφορά τη μουσική εκπαίδευση. Παλιά τα πράγματα ήταν πιο αυστηρά, και σε πλαίσια ωδείων και σε πλαίσια διδασκαλίας. Δε γινόταν να πάρεις ένα δίπλωμα ή πτυχίο σε ένα όργανο χωρίς να είσαι τουλάχιστον στο επίπεδο που πρέπει. Πλέον, τα τελευταία χρόνια, με την υπέρογκη αύξηση των ωδείων, δυστυχώς το επίπεδο έπεσε κατά πολύ σε γενικές γραμμές. Υπάρχουν πάρα μα πάρα πολλοί καθηγητές, παντού πλέον, και πάρα πολλοί επίσης που δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα να διδάξουν (ειδικά πάνω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο, αν κι εγώ θεωρώ ότι ακόμη και σε αρχάριο επίπεδο η επιλογή του σωστού καθηγητή είναι πάρα πολύ σοβαρή).

Η πορεία μέσα στο χώρο έχει δείξει ότι πολλά παιδιά τελειώνουν όπως όπως ένα ωδείο, είτε γιατί «πρέπει» (πίεση γονιών, τόσα χρόνια βρε παιδί μου, ας έχω κι ένα χαρτί στα χέρια μου ποτέ δεν ξέρεις πού θα χρειαστεί, κλπ). Το επίπεδο πολλές φορές δεν είναι αντίστοιχο αυτού που θα έπρεπε για πτυχιακές/διπλωματικές εξετάσεις, και οι δάσκαλοι αναφέρουν διάφορες «δικαιολογίες» (το παιδί δεν είχε πολύ χρόνο να μελετήσει, είναι μεγάλο, πάει στο πανεπιστήμιο, έκανε προσπάθεια, ας του δώσουμε το χαρτί/ας του δώσουμε άριστα, είναι κρίμα κλπ). Και θεωρώ ότι σε ένα βαθμό οι δάσκαλοι πέραν της αγάπης (δεν την αμφισβητώ) που μπορεί να έχουν για το παιδί, προσπαθούν να δικαιολογήσουν και τις δικές τους αδυναμίες (οι οποίες φαίνονται πολύ καθαρά στους μαθητές). Προσοχή: δεν είμαι απόλυτη (δε θα πω ότι αυτόματα ο καλός δάσκαλος θα έχει ΜΟΝΟ άριστους μαθητές, αλλά ως επί το πλείστον έτσι είναι. Ό,τι προσόντα και να έχουν οι μαθητές, με το σωστό δάσκαλο θα παίξουν στο έπακρο των δυνατοτήτων τους και το έχω δει στην πράξη. Αφ΄ενός γιατί ο δάσκαλος ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τα εκάστοτε θέματα του κάθε μαθητή, και αφ’ετέρου γιατί εμπνέονται και κάνουν την υπέρβαση λόγω αυτού).

Ένα βασικό πρόβλημα των δασκάλων είναι ότι οι ανασφάλειές τους δεν τους επιτρέπουν να αποδεσμεύσουν τους μαθητές αφού αυτοί φτάσουν σε ένα επίπεδο, στο οποίο αρχίζει και φαίνεται καθαρά ότι ο δάσκαλος δε μπορεί πλέον να προσφέρει αυτά που θα έπρεπε (χωρίς να θέλω να κατακρίνω τις δυνατότητες του καθενός, ή την αγάπη του προς τους μαθητές). Δε δύναται επίπεδο ανωτέρας κι ο δάσκαλος να είναι τεχνικά και μουσικά ανήμπορος να βοηθήσει το μαθητή στο να λύσει τεχνικά προβλήματα, να προσεγγίσει δύσκολο ρεπερτόριο με τρόπους μελέτης, να διευρύνει τη γνώση του (έχω τύχει σε τέτοιες περιπτώσεις). Το «μελετάμε αργά» και μόνο δε φτάνει φυσικά. Και η αδυναμία αυτή του δασκάλου έγγυται στο γεγονός ότι ο ίδιος δε μελετάει ή δεν προσπαθεί να μαθαίνει ώστε να μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές. Ως εκ τούτου, πολλές φορές δεν επιτρέπουν στα παιδιά να παρακολουθήσουν σεμινάρια ή να δοκιμάσουν άλλα πράγματα, γιατί φοβούνται ή ότι θα χάσουν τους μαθητές, ή ότι θα φανούν ακόμη περισσότερο οι ελλείψεις που έχουν οι ίδιοι.

Φυσικά στα πιο προχωρημένα στάδια, και όταν το παιδί είναι πλέον σε μεγαλύτερη ηλικία, ένας βαθμός ευθύνης πέφτει και στον ίδιο το μαθητή, ο οποίος από τη στιγμή που βλέπει ότι υπάρχουν κενά ή ότι δεν προχωράει όπως θα έπρεπε, πρέπει να ψαχτεί ο ίδιος και να αναρωτηθεί τί είναι αυτό που δεν πάει καλά και πώς μπορούμε να το διορθώσουμε. Εκεί, σε διάφορες περιπτώσεις παίζει σοβαρό ρόλο και το συναισθηματικό δέσιμο με το δάσκαλο («τον έχω από μικρός, τον αγαπάω, δε μπορώ να φύγω» κλπ). Και εκεί πολλοί δάσκαλοι εκμεταλλεύονται και αυτό συνειδητά ή υποσυνείδητα και ασκούν πίεση σε συναισθηματικό επίπεδο. Τρανό παράδειγμα αυτό μιας μαθήτριας που θα έδινε δίπλωμα σε 6 μήνες, η οποία είχε πολλά θέματα, και σε ένα σεμινάριο ενός από τους πιο γνωστούς και αγαπημένους πιανίστες, εκείνος της είπε ότι θα έπρεπε να προσεγγίσει αλλιώς το θέμα (υποδεικνύοντας με ευγενικό τρόπο ότι πρέπει να αλλάξει δασκάλα). Εκείνη στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, γιατί ενώ καταλάβαινε τα θέματα που υπήρχαν, θεώρησε (κακώς) ότι τόσο καιρό δεν κάνει τίποτα, και της φάνηκε τόσο άσχημο όλο αυτό (συν την πίεση της δασκάλας που της έλεγε «μη φύγεις και μ’αφήσεις»), που τελικά προτίμησε να παρατήσει το πιάνο 4 μήνες πριν το δίπλωμα. Και δεν πήρε ποτέ δίπλωμα. Πάρα πολύ μεγάλο κρίμα.

Οι δάσκαλοι οφείλουν και στον εαυτό του και στους μαθητές αν θέλουν να λέγονται δάσκαλοι, να μελετούν, να ενημερώνονται, να προσπαθούν, και προπάντων να μην καταστρέφουν τα παιδιά. Πρέπει να παίζουν, να είναι ενεργοί, στο βαθμό που μπορούν. Και να μπορούν να υποστηρίξουν αυτό που κάνουν έμπρακτα.

Οι μαθητές πρέπει να μετράνε περισσότερο από το δικό μας εγωισμό, και πρέπει να συνεργαζόμαστε (απολαμβάνω τρομερά συζητήσεις με συναδέλφους, στις οποίες ανταλλάσσουμε γνώμες και απόψεις επί της δουλειάς μας, με πολύ όμορφο τρόπο). Δεν είμαστε εχθροί. Είμαστε συνάδελφοι. Και πρέπει να συσπειρωθούμε, για το καλύτερο αποτέλεσμα της δουλειάς μας και το καλύτερο για τους μαθητές μας. Μόνο έτσι θα υπάρχει επίπεδο και θα εξελίσσεται θετικά η μουσική.

 

ΜΤ

«Ειδήμων» γονέας και μουσική εκπαίδευση: Η αλήθεια.

aust

Στους περισσότερους χώρους όπου υφίσταται εκπαίδευση παιδιών, πέραν του ταλέντου, της φύσης, του χαρακτήρα και λοιπών προδιαγραφών του κάθε παιδιού, ευτυχώς ή δυστυχώς (και τις περισσότερες φορές το δεύτερο παρά το πρώτο) παίζει μεγάλο ρόλο και η στάση του εκάστοτε γονιού στην πορεία του παιδιού του.

Θα μιλήσω για το χώρο της μουσικής εκπαίδευσης (με ότι προεκτάσεις στους υπόλοιπους χώρους συνεπάγεται αυτό, όντας σίγουρη ότι ο καθένας μπορεί να κάνει τις αντιστοιχίες). Στα πολλά χρόνια όπου διδάσκω, είχα τη χαρά να έχω μαθητές διάφορων ηλικιών (από 5 έως και ενήλικες), με εξαιρετικό ταλέντο, χωρίς ταλέντο αλλά με όρεξη, και τις ενδιάμεσες των άκρων καταστάσεις. Πάντοτε είχα πολύ καλές σχέσεις με όλα τα παιδιά, γιατί τα αγαπώ και δεν τα διαχωρίζω, και επίσης επειδή ξέρω πολύ καλά ότι το κάθε παιδί θέλει το ρυθμό του, την αντιμετώπισή του και τη δημιουργία του περιβάλλοντος το οποίο θα το βοηθήσει να πάρει τα μέγιστα από αυτά που μπορεί να πάρει από ένα μάθημα (που δεν είναι μόνο μάθημα, είναι και προσωπική σχέση που χτίζεται με το δάσκαλο, βασισμένη στην αγάπη, την εμπιστοσύνη και την όρεξη για δημιουργία και γνώση). Και σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, είχα και έχω και άριστη επικοινωνία με τους γονείς.

Όμως. Δυστυχώς υπάρχουν κάποια πράγματα τα οποία οι γονείς δε μπορούν να κατανοήσουν, και ως εκ τούτου επιφέρουν πίεση και δυσκολία στο ίδιο το παιδί, τις περισσότερες φορές δίχως να καταλαβαίνουν ότι του κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό και αποτελούν τροχοπέδη στην πορεία του.

Ας πάρουμε πρώτα ένα παιδί το οποίο επιδεικνύει το ότι έχει ένα αρκετά μεγάλο ταλέντο στη μουσική. Και ένα γονιό ο οποίος γνωρίζει αρκετά πράγματα και ο οποίος ως εκ τούτου το παροτρύνει να ασχοληθεί με τη μουσική. Καλά ως εδώ. Το παιδί όμως λόγω της ευκολίας του δε μελετάει πάρα πολύ, παρ’όλο που αγαπάει το πιάνο, και προσπαθεί σε γενικές γραμμές. Ο γονιός είναι υπερ αυστηρός, το παιδί έχει ελαφρές διαμάχες μαζί του, και όσο μεγαλώνει, ειδικά στην εφηβεία (και ως εκ τούτου πήζει αφενός με το σχολείο, αφετέρου βαριέται την πάρα πολύ σοβαρή δουλειά και προσπαθούμε), όλο αυτό γίνεται πιο δύσκολο. Εκεί λοιπόν, αντί ο γονιός να το στηρίξει και να το πάρει με το μαλακό, να του τονώσει το ηθικό, αντιθέτως τα βάζει μαζί του σε καθημερινή βάση, και τα βάζει επίσης και με τη δασκάλα, με σχόλια του τύπου «τον έχεις αφήσει λάσκα, δεν τον μαλώνεις, δεν τον τιμωρείς». Μεγάλη ένσταση από μέρους μου. Δηλαδή τί να κάνω στο 15χρονο; Να το βάλω τιμωρία να γράψει εκατό φορές; Να το φοβήσω; Γιατί να φοβηθεί και για ποιό λόγο; Ή να πηγαίνω κάθε μέρα να τον μελετάω; Δεν είμαι μπαμπούλας, είμαι δασκάλα του, φίλη του, του μιλάω και το κατευθύνω, και ΑΚΟΥΩ τί έχει να πει. Δεν είναι λύση αυτή. (Και δυστυχώς δεν πήγε όσο καλά θα έπρεπε εξαιτίας αυτού).

Άλλοι γονείς που δεν ξέρουν μουσική, αλλά έχουν στο μυαλό τους κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο, είτε απωθημένα είτε θεωρούν ότι είναι «γνώστες» (επειδή έχουν παρακολουθήσει τόσα χρόνια συναυλίες βρε αδερφέ), έρχονται να πουν ότι «εμένα δε μου ακούγεται ότι παίζει καλά το παιδί, αμα δεν κάτσει να μελετήσει έτσι κι αλλιώς θα το σταματήσω» και λοιπά «ωραία» σχόλια (και μπροστά στο παιδί). Και επίσης υποδείξεις του στυλ «μήπως θα έπρεπε να του κάνεις αυτό κι εκείνο»; Στην οποία περίπτωση βέβαια υποδεικνύει κανείς το αυτονόητο: «γιατί δεν του κάνετε εσείς μάθημα;». Δε μπορείς (και δε νοείται) από τη στιγμή που εμπιστεύεσαι το παιδί σου σε έναν ειδικό για την εκμάθηση κάποιου πράγματος (είτε είναι μουσική είτε αθλητισμός είτε εικαστικά είτε οτιδήποτε), να μη σέβεσαι τη δουλειά και την πορεία του άλλου και να «χώνεσαι» προσπαθώντας να κάνεις υποδείξεις μόνο και μόνο επειδή έτυχε να ξέρεις τα απολύτως βασικά (ή να θεωρείς ότι ξέρεις αρκετά για να κάνεις υποδείξεις). Και φυσικά ΠΟΤΕ δε θα έπρεπε να γίνονται συζητήσεις ανάλογου τύπου μπροστά στο παιδί, γιατί αυτό το μειώνει και του δημιουργεί άσχημα συναισθήματα, κάνοντάς το να αισθάνεται ανεπαρκές και άχρηστο (ενώ δεν είναι επ’ουδενί).

Μια τρίτη κατηγορία γονιών είναι εκείνοι οι οποίοι αναγνωρίζοντας ότι το παιδί τους έχει ένα αρκετά μεγάλο ταλέντο, αρχίζουν και φέρονται εγωιστικά, προβάλλοντας όλες τις δικές τους ανασφάλειες ή τα θέλω τους μέσω του παιδιού τους, και ενώ το παιδί τις περισσότερες φορές είναι διατεθειμένο να κάνει σοβαρή δουλειά και να ακούσει και τους πιο γνώστες, του φουσκώνουν τα μυαλά και το κάνουν εγωκεντρικό σε σημείο να νομίζει ότι είναι σε πολύ ανώτερο επίπεδο απ’ότι είναι (στην παρούσα φάση) και να μην επιδέχεται εποικοδομητική κριτική και να μην εξελίσσεται όπως πραγματικά θα μπορούσε. Και αυτό συντελεί στο να γίνει ένας καλός-άνω του μετρίου μουσικός χωρίς να το έχει καταλάβει κιόλας. Και δημιουργούνται κόμπλεξ, ανασφάλειες, και κακή διάθεση, καθώς αυξάνεται το φιλάρεσκο και «εγώ είμαι κι άλλος δεν είναι» ύφος. Κακή στάση και για τη ζωή και για την τέχνη μας. Και αυτό πληρώνεται αργότερα.

Οι γονείς θέλουν κι αυτοί την εκπαίδευσή τους. Αλλά δεν είναι κάτι εύκολο. Χρειάζεται να υπάρχει και η στοιχειώδης κατανόηση ότι ο λόγος που πάνε το παιδί σε κάποιον για να μάθει κάτι είναι γιατί φυσικά δε μπορούν εκείνοι να του το μάθουν. Και πρέπει να εμπιστευθούν το δάσκαλο και να του συμπαρασταθούν στο ομολογουμένως δύσκολο έργο του, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος. Σεβασμός στην πορεία, σκέψη και όχι σαμποτάρισμα των προσπαθειών και της εκμάθησης. Γιατί στο δάσκαλο δεν κάνουν κακό. Στο παιδί και μόνο κάνουν, και αυτό πληρώνεται. Εμείς οι δάσκαλοι πάλι εδώ θα είμαστε και θα δίνουμε απλόχερα και με όλη μας την αγάπη. Τα παιδιά όμως που δεν προχωρούν για τους παραπάνω λόγους, δε φταίνε σε τίποτα. Και είναι κρίμα. Στηρίξτε τα, αφήστε τους το χώρο τους, και αφήστε να ωριμάσουν και σαν άνθρωποι μέσα από τις δραστηριότητες.

 

ΜΤ